αντιμετρώ

αντιμετρώ
(-άω) (μέσ., -ούμαι, -ιέμαι, -ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, -έω
μέσ., ἀντιμετροῡμαι)
Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή
2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου
νεοελλ.
τιμωρώ
αρχ.
συγκρίνω
II. (μέσ., -ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι, διαγωνίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”